φιλήσυχοι

φιλήσυχοι
φιλήσυχος
fond of rest
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • мълчаниюлюбьць — МЪЛЧАНИЮЛЮБЬЦ|Ь (2*), А с. То же, что мълчаливолюбьць: не о҃цьлюбець ли. не братолюбець ли. не молчаниюлюбець ли. не тихихъ ли. не преже ли сродникъ ѿвергьшихсѧ. вьсѧку ину дѣтель бж(с)твеную дѣлавшихъ. (τοὺς φιλησύχους) ФСт XIV, 25в; друголюбци… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ξένιος — ξένιος, ία, ον, αττ. τ. ξένιος, ον, ιων. τ. ξείνιος, ία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φίλο ή ξένο ή σε φιλία ή φιλοξενία 2. ξένος 3. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ξένιος α) προσωνυμία τού Διός, ως προστάτη τών ξένων και τών φίλων και… …   Dictionary of Greek

  • Μοζαμβίκη — I Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Τανζανία, το Μαλάουι και τη Ζάμπια, στα Α με τη με τη Ζιμπάμπουε, τη Νοτιοαφρικανική Δημοκρατία και τη Σουαζιλάνδη. Βρέχεται στα Α από τον Ινδικό ωκεανό.Η Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους… …   Dictionary of Greek

  • φιλήσυχος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποφεύγει τις φιλονικίες, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνικός: Φιλήσυχη ζωή. 2. φιλόνομος, νομοταγής, νομιμόφρονας: Φιλήσυχοι πολίτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”